Νοβάρα

Νοβάρα
(Novara). Πόλη (101.700 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στην περιοχή Πιεμόντε και πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Η Ν. είναι μεγάλο εμπορικό κέντρο δημητριακών και έδρα του γεωγραφικού Ινστιτούτου Ντε Αγκοστίνι. Οι πρώτοι κάτοικοι της Ν. ήταν Λιγούριοι. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της δόθηκαν προνόμια και στα πρώτα χρστιανικά χρόνια ήταν έδρα επισκοπής. Αρχικά αποτελούσε τμήμα του δουκάτου της Μπουλγκάρια και αργότερα την διοικούσαν οι Επίσκοποί της. Το 1110 καταστράφηκε από τον στρατό του αυτοκράτορα Ερρίκου E’. Αργότερα την κατέλαβαν για μικρό χρονικό διάστημα οι δυνάμεις του Λουδοβίκου της Ορλεάνης (1495). Από τότε γνώρισε πολλούς επιδρομείς έως το 1538, που την κατέλαβε ο Πέτρος Λουδοβίκος Φαρνέζε. Πέρασε έπειτα στην κατοχή των Ισπανών και το 1714 σ’ εκείνη της Αυστρίας. Το 1738 ενσωματώθηκε στο κράτος της Σαβοΐας, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα αποσπάστηκε από αυτό στα χρόνια του Ναπολέοντα. Το 1814 ανήκει και πάλι στη Σαβοΐα και από τότε ακολούθησε την τύχη των άλλων ιταλικών πόλεων. Με την ονομασία της Ν. συνδέονται πολλές μάχες, με σπουδαιότερη εκείνη που δόθηκε στις 23 Μαρτίου 1849, μεταξύ του στρατού της Σαρδηνίας και εκείνου της Αυστρίας. Η μάχη αυτή θεωρείται η αποφασιστικότερη του πρώτου πολέμου για την ιταλική ανεξαρτησία. Από τα Μεσαιωνικά μνημεία της πόλης έχουν ελάχιστα διασωθεί. Μεταξύ αυτών είναι το Βαπτιστήριο του 5ου αι. και πολλές εκκλησίες. Αξιόλογο είναι το δημοτικό της μουσείο και η πινακοθήκη σύγχρονης τέχνης. Μερική άποψη της ιταλικής πόλης Νοβάρα, με τον τρούλο του ναού του Αγίου Γκιουντέντσιο (121 μ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αντονέλι, Αλεσάντρο — (Alessandro Antonelli, Γκέμε, Νοβάρα 1798 – Τορίνο 1888). Ιταλός αρχιτέκτονας. Κατά τη μακρόχρονη ζωή του κατασκεύασε πολυάριθμα κτίρια στις πόλεις Νοβάρα, Τορίνο, Μπόκα, Καστανιόλα, Μπελιντσάγκο, Ρομανιάνο, Σέζια, Ολέτζιο, Αλεσάντρια,… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ματζόρε, Λίμνη — (ιταλ. Lago Maggiore, γαλλ. Lac Majeur). Λίμνη (212 τ. χλμ.) της βόρειας Ιταλίας και της Ελβετίας. Βρίσκεται πίσω από την αλπική ζώνη στις περιοχές της Λομβαρδίας και της Πιεμόντε· ονομάζεται επίσης και Βερμπάνο (Verbano). Βρίσκεται σε ύψος 193 μ …   Dictionary of Greek

  • Πεδεμόντιο — (Piemonte). Ιστορική και διοικητική περιοχή της βόρειας Ιταλίας, στα σύνορα με τη Γαλλία στα Δ και με την Ελβετία στα Β. Στα Ν συνορεύει με τη Λιγηρία και στα Α με τη Λομβαρδία. Εχει έκταση 25.399 τ. χλμ. Πρωτεύουσα είναι το Τορίνο. Μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Ραντέτσκι φον Ράντεντς, Ιωσήφ — (Radetzky, 1776 – 1858). Αυστριακός στρατάρχης. Καταγόταν από τσέχικη αριστοκρατική οικογένεια. Το 1784 κατετάγη στον στρατό και από το 1809 μέχρι το 1813 διετέλεσε αρχηγός του Επιτελείου του αυστριακού στρατού και το 1813 14 επιτελάρχης του… …   Dictionary of Greek

  • Σφόρτσα — (Sforza). Ονομαστή ιταλική οικογένεια, πολλά μέλη της οποίας διετέλεσαν δούκες του Μιλάνου. 1. Μούτσιο ή Τζιάκομο Ατέντολο. Μισθοφόρος (1369 1424). Διακρίθηκε στη διάρκεια της άμυνας της Περούτζια, εναντίον του δούκα του Μιλάνου Ιωάννη Γκαλεάτσο… …   Dictionary of Greek

  • Τζοβενόνε, Τζιρόλαμο — (Giovenone, πιθ. Νοβάρα 1490 – Βερτσέλι 1555). Ιταλός ζωγράφος. Πρωταρχικά η τεχνοτροπία του έδειχνε καθαρά μια έντονη ομοιότητα με τον Ντεφεντέντε Φεράρι, αλλά στη συνέχεια προσέγγισε εκείνη του Γκαουντέντσιο Φεράρι (Άγιος Αμβρόσιος, 1527).… …   Dictionary of Greek

  • Φρομπένιους, Λέο — (Frobenius, Βερολίνο 1873 – Μπιγκαντσόλο, Νοβάρα 1938). Γερμανός εθνολόγος. Μαθητής του Φρίντριχ Ράτσελ, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της ιστορίας και των εθίμων της Αφρικής. Οι έρευνές του και περισσότερο μάλιστα οι μέθοδοι που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”